ἁλιεύομαι

ἁλιεύομαι
ἁλιεύω
fish
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αλιεύομαι — αλιεύομαι, αλιεύτηκα και αλιεύθηκα, αλιευμένος βλ. πίν. 20 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αλιεύω — (Α ἁλιεύω) 1. είμαι αλιέας, ψαρεύω 2. πιάνω ο, τιδήποτε βρίσκεται μέσα στα νερά, στη θάλασσα νεοελλ. 1. αναζητώ πυρετωδώς, επιδιώκω, περισυλλέγω 2. φρ. «αλιεύει οπαδούς», «αλίευσε μαργαρίτες», δηλαδή χτυπητά ορθογραφικά λάθη, παρερμηνείες αρχ. 1 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”